προνοετής

προνοετής
ὁ, Α
βλ. προνοητής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προνοητής — ο, ΝΜΑ, θηλ. προνοήτρια Μ, και προνοετής Α [προνοῶ] νεοελλ. μσν. 1. (κατά τη βενετοκρατία) διοικητής κάθε μιας από τις Ιονίους Νήσους ο οποίος εκλεγόταν ανά διετία από τη βενετική σύγκλητο και είχε στρατιωτική και πολιτική εξουσία 2. προνοιάριος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”